λείος
Ελληνικά
πτώση | ενικός | ||
---|---|---|---|
ονομαστική | λείος | λεία | λείο |
γενική | λείου | λείας | λείου |
αιτιατική | λείο | λεία | λείο |
κλητική | λείε | λεία | λείο |
πτώση | πληθυντικός | ||
ονομαστική | λείοι | λείες | λεία |
γενική | λείων | λείων | λείων |
αιτιατική | λείους | λείες | λεία |
κλητική | λείοι | λείες | λεία |
Ετυμολογία
λείος < αρχαία ελληνική λεῖος
Επίθετο
λείος
(για επιφάνεια) χωρίς εξογκώματα ή ανωμαλίες, απόλυτα ομαλός
≠ αντώνυμα: τραχύς
λείος μυς: μυς των σπλάχνων
Μεταφράσεις
λείος
αγγλικά : smooth (en)
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License