λεχώνα
Ελληνικά
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | λεχώνα | οι | λεχώνες |
γενική | της | λεχώνας | των | λεχώνων |
αιτιατική | τη | λεχώνα | τις | λεχώνες |
κλητική | λεχώνα | λεχώνες | ||
Παράρτημα |
Ετυμολογία
λεχώνα < μεσαιωνική ελληνική λεχώνα < ελληνιστική κοινή *λεχών < αρχαία ελληνική λεχώ
Ουσιαστικό
λεχώνα θηλυκό
γυναίκα που έχει γεννήσει μόλις ή κατά το διάστημα των τελευταίων σαράντα ημερών
(μεταφορικά) άνθρωπος που παραπονιέται συνεχώς, φυγοπονεί και αναβάλλει
Δείτε επίσης
έγκυος
επίτοκος
Μεταφράσεις
λεχώνα
λατινικά : puerpera (la)
πολωνικά : położnica (pl)
πορτογαλικά : puérpera (pt), parturiente (pt)
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License