λαμβάνω
Ελληνικά
Ετυμολογία
λαμβάνω < αρχαία ελληνική λαμβάνω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *sleh₂gʷ-
Προφορά
ΔΦΑ : /lam.ˈva.nɔ/
Ρήμα
λαμβάνω
παίρνω
εντοπίζω επιθυμητό σήμα
αν με λαμβάνει κανείς, ας απαντήσει (από ασύρματο)
(μεταφορικά) καταλαβαίνω
Δε με λαμβάνεις σήμερα.
Συγγενικές λέξεις
λαβή
λήψη
λήπτης
ληπτός
ληπτέος
ληπτικός
Σύνθετα
ανακαταλαμβάνω
αναλαμβάνω, αναλαβαίνω
ανταπολαμβάνω
αντιλαμβάνομαι
απολαμβάνω, απολαβαίνω
διαλαμβάνω
εκλαμβάνω
επαναλαμβάνω
επαναπροσλαμβάνω
επιλαμβάνομαι
καταλαμβάνω
μεταλαμβάνω
παραλαμβάνω, παραλαβαίνω
περιλαμβάνω
προκαταλαμβάνω
προλαμβάνω
προσλαμβάνω
συλλαμβάνω
συμπεριλαμβάνω
και δείτε καταλαβαίνω, μεταλαβαίνω, περιλαβαίνω, προλαβαίνω
Κλίση
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | λαμβάνω | λάμβανα | θα λαμβάνω | να λαμβάνω | λαμβάνοντας | |
β' ενικ. | λαμβάνεις | λάμβανες | θα λαμβάνεις | να λαμβάνεις | λάμβανε | |
γ' ενικ. | λαμβάνει | λάμβανε | θα λαμβάνει | να λαμβάνει | ||
α' πληθ. | λαμβάνουμε | λαμβάναμε | θα λαμβάνουμε | να λαμβάνουμε | ||
β' πληθ. | λαμβάνετε | λαμβάνατε | θα λαμβάνετε | να λαμβάνετε | λαμβάνετε | |
γ' πληθ. | λαμβάνουν(ε) | λάμβαναν λαμβάναν(ε) |
θα λαμβάνουν(ε) | να λαμβάνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | έλαβα | θα λάβω | να λάβω | λάβει | ||
β' ενικ. | έλαβες | θα λάβεις | να λάβεις | λάβε | ||
γ' ενικ. | έλαβε | θα λάβει | να λάβει | |||
α' πληθ. | λάβαμε | θα λάβουμε | να λάβουμε | |||
β' πληθ. | λάβατε | θα λάβετε | να λάβετε | λάβετε | ||
γ' πληθ. | έλαβαν λάβαν(ε) |
θα λάβουν(ε) | να λάβουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω λάβει | είχα λάβει | θα έχω λάβει | να έχω λάβει | ||
β' ενικ. | έχεις λάβει | είχες λάβει | θα έχεις λάβει | να έχεις λάβει | ||
γ' ενικ. | έχει λάβει | είχε λάβει | θα έχει λάβει | να έχει λάβει | ||
α' πληθ. | έχουμε λάβει | είχαμε λάβει | θα έχουμε λάβει | να έχουμε λάβει | ||
β' πληθ. | έχετε λάβει | είχατε λάβει | θα έχετε λάβει | να έχετε λάβει | ||
γ' πληθ. | έχουν λάβει | είχαν λάβει | θα έχουν λάβει | να έχουν λάβει |
|
Μεταφράσεις
λαμβάνω
αγγλικά : take (en)
γαλλικά : recevoir (fr), prendre (fr)
γερμανικά : bekommen (de)
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
λαμβάνω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *sleh₂gʷ-
Ρήμα
λαμβάνω
παίρνω, δέχομαι
καταλαμβάνω
συλλαμβάνω
καταλαβαίνω,αντιλαμβάνομαι
Συγγενικές λέξεις
ἄληπτος
λαβή
λαβίς
λάφυρα
λῆμμα
ληπτέος
λήπτης
ληπτικός
ληπτός
λῆψις
Σύνθετα
αὐτόλαβος
δεξιολάβος
διαλαμβάνω
εὐλαβής
ἀκανθολάβος
ἐκλαμβάνω
καταλαμβάνω
λαβάργυρος
λιθολάβος
ἐλλαμβάνω
μεσολαβής
μεσόλαβος
μεταλαμβάνω
μολὼν λαβέ
ἀμφιλαμβάνω
ἀναλαμβάνω
ἀντιλαμβάνω
ὀξυλαβής
ὀξύλαβος
περιλαμβάνω
ἐπιλαμβάνω
ὑπολαμβάνω
ἀπολαμβάνω
παραλαμβάνω
προσλαμβάνω
ἐργολάβος
ἀστρολάβος
συλλαμβάνω
χειρολάβος
χρυσολαβής
Κλίση
Κλίση
|
||||
---|---|---|---|---|
προσωπικές εγκλίσεις |
οριστική | υποτακτική | ευκτική | προστακτική |
ἐγώ |
|
|
|
|
σύ |
|
|
|
|
οὖτος |
|
|
|
|
ἡμεῖς |
|
|
|
|
ὑμεῖς |
|
|
|
|
οὗτοι |
|
|
|
|
ονοματικοί τύποι |
απαρέμφατο | μετοχή | ||
|
|
|
|
|
||||
---|---|---|---|---|
προσωπικές εγκλίσεις |
οριστική | υποτακτική | ευκτική | προστακτική |
ἐγώ |
|
|
|
|
σύ |
|
|
|
|
οὖτος |
|
|
|
|
ἡμεῖς |
|
|
|
|
ὑμεῖς |
|
|
|
|
οὗτοι |
|
|
|
|
|
||||
---|---|---|---|---|
προσωπικές εγκλίσεις |
οριστική | υποτακτική | ευκτική | προστακτική |
ἐγώ |
|
|
|
|
σύ |
|
|
|
|
οὖτος |
|
|
|
|
ἡμεῖς |
|
|
|
|
ὑμεῖς |
|
|
|
|
οὗτοι |
|
|
|
|
ονοματικοί τύποι |
απαρέμφατο | μετοχή | ||
|
|
|
|
|
||||
---|---|---|---|---|
προσωπικές εγκλίσεις |
οριστική | υποτακτική | ευκτική | προστακτική |
ἐγώ |
|
|
|
|
σύ |
|
|
|
|
οὖτος |
|
|
|
|
ἡμεῖς |
|
|
|
|
ὑμεῖς |
|
|
|
|
οὗτοι |
|
|
|
|
ονοματικοί τύποι |
απαρέμφατο | μετοχή | ||
|
|
|
|
|
||||
---|---|---|---|---|
προσωπικές εγκλίσεις |
οριστική | υποτακτική | ευκτική | προστακτική |
ἐγώ |
|
|
|
|
σύ |
|
|
|
|
οὗτος |
|
|
|
|
ἡμεῖς |
|
|
|
|
ὑμεῖς |
|
|
|
|
οὗτοι |
|
|
|
|
ονοματικοί τύποι |
απαρέμφατο | μετοχή | ||
|
|
|
|
|
||||
---|---|---|---|---|
προσωπικές εγκλίσεις |
οριστική | υποτακτική | ευκτική | προστακτική |
ἐγώ |
|
|
|
|
σύ |
|
|
|
|
οὖτος |
|
|
|
|
ἡμεῖς |
|
|
|
|
ὑμεῖς |
|
|
|
|
οὗτοι |
|
Εναλλακτικές μορφές:
λάζομαι (ομηρικός)
λαββάνω
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License