ART

Γεγονότα, Hμερολόγιο


λαμόγιο

Ελληνικά

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το λαμόγιο τα λαμόγια
      γενική του λαμόγιου των λαμόγιων
    αιτιατική το λαμόγιο τα λαμόγια
     κλητική λαμόγιο λαμόγια
Παράρτημα

Ετυμολογία

λαμόγιο < → λείπει η ετυμολογία

Προφορά

ΔΦΑ : /la.ˈmɔ.ʝɔ/

Ουσιαστικό

λαμόγιο ουδέτερο

(κακόσημο) που υποκρίνεται τον αγοραστή για να προσελκύσει πελάτες για χάρη κάποιου άλλου· που επωφελείται εξαπατώντας κι έπειτα αποχωρεί. Η πράξη στο σύνολό της αποκαλείται λαμογιά

Άλλες μορφές

λαμόγιας

Συγγενικές λέξεις

λαμογιά

Εκφράσεις

την κάνω λαμόγιο (/λαμόγια): εξαπατώ κάποιον και εξαφανίζομαι

Συνώνυμα

αβανταδόρος
απατεώνας
καιροσκόπος
Βαρωσιώτης

Μεταφράσεις
λαμόγιο

αγγλικά : cheater (en)
εσπεράντο : ĉarlatano (eo)

ιταλικά : XXX (it)

Κόσμος

Αλφαβητικός κατάλογος

Hellenica World - Scientific Library

Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License