λακωνικός
Ελληνικά
πτώση | ενικός | ||
---|---|---|---|
ονομαστική | λακωνικός | λακωνική | λακωνικό |
γενική | λακωνικού | λακωνικής | λακωνικού |
αιτιατική | λακωνικό | λακωνική | λακωνικό |
κλητική | λακωνικέ | λακωνική | λακωνικό |
πτώση | πληθυντικός | ||
ονομαστική | λακωνικοί | λακωνικές | λακωνικά |
γενική | λακωνικών | λακωνικών | λακωνικών |
αιτιατική | λακωνικούς | λακωνικές | λακωνικά |
κλητική | λακωνικοί | λακωνικές | λακωνικά |
Ετυμολογία
λακωνικός < αρχαία ελληνική Λακωνικός
Επίθετο
λακωνικός, -ή, -ό
που αναφέρεται στη Λακωνία και τους Λάκωνες
που εκφράζεται με λίγα αλλά ουσιώδη λόγια
Συγγενικές λέξεις
λακωνίζειν
λακωνικότητα
Μεταφράσεις
λακωνικός
[ απόκρυψη ]
αγγλικά : laconic (en)
γαλλικά : laconique (fr)
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
λακωνικός < Λάκων
Επίθετο
λακωνικός, -ή, -ό
προϊόν από τη Λακωνία, τη Λακεδαίμονα χώρα
σχετικός με τη Λακωνία
το θηλυκό ως ουσιαστικοποιημένο επίθετο (η Λακωνική) σήμαινε κατά τους ιστορικούς χρόνους τη χώρα των Λακώνων, τη Λακεδαίμονα, τη Σπάρτη
το ουδέτερο ως ουσιαστικοποιημένο επίθετο (το Λακωνικόν) σήμαινε το έθνος των Λακώνων και το κράτος ή την κυβέρνησή τους. Με πεζό αρχικό σήμαινε:
το λακωνίζειν, δηλαδή την περιεκτική έκφραση λόγου
ένα είδος κλειδιού
στους ρωμαϊκούς χρόνους σήμαινε το θερμό λουτρό που είχαν στα γυμναστήρια αλλά και τις θέρμες των Ρωμαίων (laconicum)
στους μεταχριστιανικούς χρόνους σήμαινε το σκληρό χάλυβα της Λακωνίας αλλά και ένα είδος γυναικείου φορέματος
το αρσενικό λακωνικός αναφερόταν συχνά στο λακωνικό κυνηγόσκυλο που λεγόταν κύων και ήταν αρσενικού γένους -επρόκειτο για ειδικά εκπαιδευμένα κυνηγετικά σκυλιά, από τα οποία προέκυψε η λέξη λαγωνικό με παρετυμολογία από το λαγώς
Συγγενικές λέξεις
λακωνίζω
Λακωνική (η χώρα)
λακωνικαί (τα λακωνικά πέδιλα)
λακωνιστής
λακωνισμός
Μεταφράσεις
περιεκτικός στον λόγο
αγγλικά : in a nutshell (en)
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License