ART

Γεγονότα, Hμερολόγιο


λαγνεία

Ελληνικά

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λαγνεία οι λαγνείες
      γενική της λαγνείας των λαγνειών
    αιτιατική τη λαγνεία τις λαγνείες
     κλητική λαγνεία λαγνείες
Παράρτημα

Ετυμολογία

λαγνεία < αρχαία ελληνική λαγνεία < λαγνεύω

Ουσιαστικό

λαγνεία θηλυκό

κατάσταση στην οποία ο άνθρωπος δεν ελέγχει τις σεξουαλικές του επιθυμίες

Σύνθετα

κοπρολαγνεία
τρομολαγνεία
δραχμολαγνεία

Δείτε επίσης

Επτά θανάσιμα αμαρτήματα στη Βικιπαίδεια Άρθρο στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
λαγνεία

αγγλικά : lust (en)
γαλλικά : luxure (fr)
ρουμανικά : lascivitate (ro)
φινλανδικά : hekuma (fi)

Κόσμος

Αλφαβητικός κατάλογος

Hellenica World - Scientific Library

Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License