Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
κρίνω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική κρίνω < (κληρονομημένο) πρωτοελληνική *kríňňō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *kri-n-ye-
Προφορά
ΔΦΑ : /ˈkɾi.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός : κρί‐νω
ομόηχο: κρίνο
Ρήμα
κρίνω, πρτ.: έκρινα, αόρ.: έκρινα, παθ.φωνή: κρίνομαι, π.αόρ.: κρίθηκα, μτχ.π.π.: κριμένος
σχηματίζω γνώμη, νομίζω, εκτιμώ
↪ εγώ κρίνω πως η πράξη του ήταν σωστή
δικάζω, αποφασίζω, βγάζω απόφαση
↪ το δικαστήριο τον έκρινε ένοχο
κατακρίνω, καταδικάζω
κάνω κριτική
Συγγενικές λέξεις
κρίση
Κλίση
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κρίνω | έκρινα | θα κρίνω | να κρίνω | κρίνοντας | |
β' ενικ. | κρίνεις | έκρινες | θα κρίνεις | να κρίνεις | κρίνε | |
γ' ενικ. | κρίνει | έκρινε | θα κρίνει | να κρίνει | ||
α' πληθ. | κρίνουμε | κρίναμε | θα κρίνουμε | να κρίνουμε | ||
β' πληθ. | κρίνετε | κρίνατε | θα κρίνετε | να κρίνετε | κρίνετε | |
γ' πληθ. | κρίνουν(ε) | έκριναν κρίναν(ε) |
θα κρίνουν(ε) | να κρίνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | έκρινα | θα κρίνω | να κρίνω | κρίνει | ||
β' ενικ. | έκρινες | θα κρίνεις | να κρίνεις | κρίνε | ||
γ' ενικ. | έκρινε | θα κρίνει | να κρίνει | |||
α' πληθ. | κρίναμε | θα κρίνουμε | να κρίνουμε | |||
β' πληθ. | κρίνατε | θα κρίνετε | να κρίνετε | κρίνετε | ||
γ' πληθ. | έκριναν κρίναν(ε) |
θα κρίνουν(ε) | να κρίνουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω κρίνει | είχα κρίνει | θα έχω κρίνει | να έχω κρίνει | ||
β' ενικ. | έχεις κρίνει | είχες κρίνει | θα έχεις κρίνει | να έχεις κρίνει | ||
γ' ενικ. | έχει κρίνει | είχε κρίνει | θα έχει κρίνει | να έχει κρίνει | ||
α' πληθ. | έχουμε κρίνει | είχαμε κρίνει | θα έχουμε κρίνει | να έχουμε κρίνει | ||
β' πληθ. | έχετε κρίνει | είχατε κρίνει | θα έχετε κρίνει | να έχετε κρίνει | ||
γ' πληθ. | έχουν κρίνει | είχαν κρίνει | θα έχουν κρίνει | να έχουν κρίνει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κρίνομαι | κρινόμουν(α) | θα κρίνομαι | να κρίνομαι | ||
β' ενικ. | κρίνεσαι | κρινόσουν(α) | θα κρίνεσαι | να κρίνεσαι | ||
γ' ενικ. | κρίνεται | κρινόταν(ε) | θα κρίνεται | να κρίνεται | ||
α' πληθ. | κρινόμαστε | κρινόμαστε κρινόμασταν |
θα κρινόμαστε | να κρινόμαστε | ||
β' πληθ. | κρίνεστε | κρινόσαστε κρινόσασταν |
θα κρίνεστε | να κρίνεστε | (κρίνεστε) | |
γ' πληθ. | κρίνονται | κρίνονταν κρινόντουσαν |
θα κρίνονται | να κρίνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κρίθηκα | θα κριθώ | να κριθώ | κριθεί | ||
β' ενικ. | κρίθηκες | θα κριθείς | να κριθείς | κρίσου | ||
γ' ενικ. | κρίθηκε | θα κριθεί | να κριθεί | |||
α' πληθ. | κριθήκαμε | θα κριθούμε | να κριθούμε | |||
β' πληθ. | κριθήκατε | θα κριθείτε | να κριθείτε | κριθείτε | ||
γ' πληθ. | κρίθηκαν κριθήκαν(ε) |
θα κριθούν(ε) | να κριθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω κριθεί | είχα κριθεί | θα έχω κριθεί | να έχω κριθεί | κριμένος | |
β' ενικ. | έχεις κριθεί | είχες κριθεί | θα έχεις κριθεί | να έχεις κριθεί | ||
γ' ενικ. | έχει κριθεί | είχε κριθεί | θα έχει κριθεί | να έχει κριθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε κριθεί | είχαμε κριθεί | θα έχουμε κριθεί | να έχουμε κριθεί | ||
β' πληθ. | έχετε κριθεί | είχατε κριθεί | θα έχετε κριθεί | να έχετε κριθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν κριθεί | είχαν κριθεί | θα έχουν κριθεί | να έχουν κριθεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι κριμένος - είμαστε, είστε, είναι κριμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν κριμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν κριμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι κριμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι κριμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι κριμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι κριμένοι |
Μεταφράσεις
κρίνω
αγγλικά : judge (en), critique (en)
γαλλικά : juger (fr)
Πηγές
κρίνω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
κρίνω < (κληρονομημένο) πρωτοελληνική *kríňňō, *κρί-ν-jω, < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *kri-n-ye- < *krey- (κοσκινίζω, χωρίζω, διαιρώ)[1]. Η μεταπτωτική βαθμίδα *(s)kr-i- ινδοευρωπαϊκή ρίζα *(s)ker (κόβω, δρέπω)[2]
Ρήμα
κρίνω
→ ζητούμενο λήμμα αποφασίζω, εξετάζω, δικάζω
Συγγενικές λέξεις
κρίσις
...
Σύνθετα
διευκρίνησις
εὐδιάκριτος
Αναφορές
Beekes, Robert (Μπέκες, Ρόμπερτ) (2010). Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill.
Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
κρίνω - Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής - Αρχαία Ελληνική Γλώσσα και Γραμματεία - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2006‑2008. greek‑language.gr
κρίνω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
κρίνω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License