ART

Γεγονότα, Hμερολόγιο


Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κνούτο τα κνούτα
      γενική του κνούτου των κνούτων
    αιτιατική το κνούτο τα κνούτα
     κλητική κνούτο κνούτα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κνούτο < (άμεσο δάνειο) ρωσική кнут (knut) < αρχαία ανατολική σλαβική γλώσσα кнутъ (knutŭ) < παλαιά νορβηγική knútr

Ουσιαστικό

κνούτο ουδέτερο

είδος δερμάτινου μαστιγίου που απολήγει σε λωρίδες με κρεμασμένα σφαιρίδια

Μεταφράσεις
κνούτο

αγγλικά : knout (en)
ισπανικά : knut (es), azote (es), látigo (es)
πολωνικά : knut (pl), bicz (pl)
ρωσικά : кнут (ru)

Κόσμος

Αλφαβητικός κατάλογος

Hellenica World - Scientific Library

Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License