Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | κνησμός | οι | κνησμοί |
γενική | του | κνησμού | των | κνησμών |
αιτιατική | τον | κνησμό | τους | κνησμούς |
κλητική | κνησμέ | κνησμοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
κνησμός < αρχαία ελληνική κνησμός
Ουσιαστικό
κνησμός αρσενικό
(ιατρική) φαγούρα
Μεταφράσεις
κνησμός
αγγλικά : pruritus (en), itching (en)
βουλγαρικά : Сърбеж (bg)
γαλλικά : prurit (fr)
γερμανικά : Juckreiz (de)
ισπανικά : prurito (es)
ιταλικά : prurito (it)
κινεζικά : 痒(癢) (zh)
ολλανδικά : pruritus (nl)
πορτογαλικά : comichão (pt)
ρωσικά : Зуд (ru)
τουρκικά : kaşıntı (tr)
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
κνησμός < από το ρήμα κνάω (ξύνω, ξύνομαι, γαργαλάω)
Ουσιαστικό
κνησμός αρσενικό
φαγούρα
γαργάλημα
ερεθισμός
Συνώνυμα
κνῆσις
κνῆσμα
Συγγενικές λέξεις
κνησιάω
κνησμώδης
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License