Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ημιστύλιο | τα | ημιστύλια |
γενική | του | ημιστυλίου & ημιστύλιου |
των | ημιστυλίων |
αιτιατική | το | ημιστύλιο | τα | ημιστύλια |
κλητική | ημιστύλιο | ημιστύλια | ||
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
ημιστύλιο < ημι- + στύλος
Ουσιαστικό
ημιστύλιο ουδέτερο
μισή κολόνα, ημικίονας
Μεταφράσεις
ημιστύλιο
→ δείτε τη λέξη ημικίονας
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License