Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ημίκλαστος | η | ημίκλαστος & ημίκλαστη |
το | ημίκλαστο |
γενική | του | ημικλάστου & ημίκλαστου |
της | ημικλάστου & ημίκλαστης |
του | ημικλάστου & ημίκλαστου |
αιτιατική | τον | ημίκλαστο | την | ημίκλαστο & ημίκλαστη |
το | ημίκλαστο |
κλητική | ημίκλαστε | ημίκλαστε & ημίκλαστη |
ημίκλαστο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ημίκλαστοι | οι | ημίκλαστοι & ημίκλαστες |
τα | ημίκλαστα |
γενική | των | ημικλάστων & ημίκλαστων |
των | ημικλάστων & ημίκλαστων |
των | ημικλάστων & ημίκλαστων |
αιτιατική | τους | ημικλάστους & ημίκλαστους |
τις | ημικλάστους & ημίκλαστες |
τα | ημίκλαστα |
κλητική | ημίκλαστοι | ημίκλαστοι & ημίκλαστες |
ημίκλαστα | |||
Οι πρώτοι τύποι, λόγιοι, από την αρχαία κλίση. Οι δεύτεροι τύποι, νεότεροι. | ||||||
Κατηγορία όπως «άπτερος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
ημίκλαστος < ημί- + κλαστός (< κλάω), τεθραυσμένος, "τσακισμένος"
Επίθετο
ημίκλαστος, -ος/-η, -ο
(επί τεμαχίου χάρτου) τσακισμένος στα δύο
Μεταφράσεις
ημίκλαστος
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License