Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ημιανάταση | οι | ημιανατάσεις |
γενική | της | ημιανάτασης* | των | ημιανατάσεων |
αιτιατική | την | ημιανάταση | τις | ημιανατάσεις |
κλητική | ημιανάταση | ημιανατάσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, ημιανατάσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
ημιανάταση < ημι- + ανάταση
Ουσιαστικό
ημιανάταση θηλυκό
στη γυμναστική, η ανάταση ενός μόνο χεριού, το τέντωμα προς τα πάνω, κατακόρυφα
Μεταφράσεις
ημιανάταση
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License