Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ημεροδείκτης | οι | ημεροδείκτες |
γενική | του | ημεροδείκτη | των | ημεροδεικτών |
αιτιατική | τον | ημεροδείκτη | τους | ημεροδείκτες |
κλητική | ημεροδείκτη | ημεροδείκτες | ||
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
ημεροδείκτης < ημερο- + -δείκτης
Η λέξη μαρτυρείται από το 1879
Προφορά
ΔΦΑ : /i.me.ɾoˈði.ktis/
τυπογραφικός συλλαβισμός : η‐με‐ρο‐δεί‐κης
Ουσιαστικό
ημεροδείκτης αρσενικό
ημερολόγιο που έχει τόσες σελίδες όσες και οι μέρες του έτους και σε κάθε σελίδα δίνονται πληροφορίες για την αντίστοιχη μέρα
(κατʼ επέκταση) ηλεκτρονικό ημερολόγιο με την ίδια οργάνωση
(γενικότερα) κάθε ημερολόγιο
Συνώνυμα
ημερολόγιο
καλαντάρι
καλεντάρι
καζαμίας
Μεταφράσεις
ημεροδείκτης
γαλλικά : éphéméride (fr)
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License