Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ηγεμονία | οι | ηγεμονίες |
γενική | της | ηγεμονίας | των | ηγεμονιών |
αιτιατική | την | ηγεμονία | τις | ηγεμονίες |
κλητική | ηγεμονία | ηγεμονίες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
ηγεμονία < αρχαία ελληνική ἡγεμονία
Προφορά
ΔΦΑ : /i.ʝe.moˈni.a/
Ουσιαστικό
ηγεμονία θηλυκό
το να ηγεμονεύει κανείς, να έχει τον έλεγχο της κατάστασης, να κυριαρχεί
≈ συνώνυμα: κυριαρχία, παντοδυναμία
η οικονομική κρίση οδήγησε στην αμφισβήτηση της ηγεμονίας των νεοφιλελεύθερων ιδεών
το κράτος ή η περιοχή που διοικείται από έναν ηγεμόνα
Παραδουνάβιες Ηγεμονίες: Η Βλαχία και η Μολδαβία ως ημιαυτόνομες περιοχές που ανήκαν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και διοικούνταν από έναν ηγεμόνα που διόριζε ο Σουλτάνος
Μεταφράσεις
ηγεμονία
αγγλικά : hegemony (en), paramountcy (en)
γαλλικά : 1. hégémonie (fr) 2. principauté (fr)
Παραδουνάβιες Ηγεμονίες
γαλλικά : Principautés (fr) Danubiennes, Principautés (fr) Unies de Valachie et Moldavie
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License