Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ηδύποτο | τα | ηδύποτα |
γενική | του | ηδύποτου | των | ηδύποτων |
αιτιατική | το | ηδύποτο | τα | ηδύποτα |
κλητική | ηδύποτο | ηδύποτα | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
ηδύποτο < αρχαία ελληνική ἡδύποτον, ουδέτερο του ἡδύποτος < ἡδύς + πότος (< πίνω)
Προφορά
ΔΦΑ : /iˈði.po.to/
Ουσιαστικό
ηδύποτο ουδέτερο
γλυκό ποτό, συνήθως με γεύση φρούτων
Συνώνυμα
λικέρ
Μεταφράσεις
ηδύποτο
→ δείτε τη λέξη λικέρ
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License