Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ηδυπαθής | η | ηδυπαθής | το | ηδυπαθές |
γενική | του | ηδυπαθούς | της | ηδυπαθούς | του | ηδυπαθούς |
αιτιατική | τον | ηδυπαθή | την | ηδυπαθή | το | ηδυπαθές |
κλητική | ηδυπαθή(ς) | ηδυπαθής | ηδυπαθές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ηδυπαθείς | οι | ηδυπαθείς | τα | ηδυπαθή |
γενική | των | ηδυπαθών | των | ηδυπαθών | των | ηδυπαθών |
αιτιατική | τους | ηδυπαθείς | τις | ηδυπαθείς | τα | ηδυπαθή |
κλητική | ηδυπαθείς | ηδυπαθείς | ηδυπαθή | |||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
ηδυπαθής < αρχαία ελληνική ἡδυπαθής < ἡδύς + πάσχω
Προφορά
ΔΦΑ : /i.ði.paˈθis/
τυπογραφικός συλλαβισμός : η‐δυ‐πα‐θής
Επίθετο
ηδυπαθής, -ής, -ές
(λόγιο) που εκφράζει μια έντονη τάση για ηδονή
Συγγενικές λέξεις
ηδυπάθεια
ηδυπαθώς
→ δείτε τις λέξεις ηδύς και πάσχω
Δείτε επίσης
αισθησιακός
φιλήδονος
Μεταφράσεις
ηδυπαθής
γαλλικά : sensuel (fr), lubrique (fr)
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License