ART

Γεγονότα, Hμερολόγιο

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ηδυντικός η ηδυντική το ηδυντικό
      γενική του ηδυντικού της ηδυντικής του ηδυντικού
    αιτιατική τον ηδυντικό την ηδυντική το ηδυντικό
     κλητική ηδυντικέ ηδυντική ηδυντικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ηδυντικοί οι ηδυντικές τα ηδυντικά
      γενική των ηδυντικών των ηδυντικών των ηδυντικών
    αιτιατική τους ηδυντικούς τις ηδυντικές τα ηδυντικά
     κλητική ηδυντικοί ηδυντικές ηδυντικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ηδυντικός < → λείπει η ετυμολογία

Επίθετο

ηδυντικός, -ή, -ό

που προσδίδει νόστιμη γεύση σε κάτι

Μεταφράσεις
ηδυντικός

Κόσμος

Αλφαβητικός κατάλογος

Hellenica World - Scientific Library

Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License