Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ηδυλογία | οι | ηδυλογίες |
γενική | της | ηδυλογίας | των | ηδυλογιών |
αιτιατική | την | ηδυλογία | τις | ηδυλογίες |
κλητική | ηδυλογία | ηδυλογίες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
ηδυλογία < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἡδυλογία
Προφορά
ΔΦΑ : /i.ði.loˈʝi.a/
Ουσιαστικό
ηδυλογία θηλυκό
το να είναι κάποιος ηδυλόγος, να μιλάει ηδέως, ευχάριστα
≈ συνώνυμα: γλυκομίλημα, ευλαλία, ευστομία, ηδυγλωσσία, ηδυέπεια
(κατʼ επέκταση) γαλιφιά, κολακεία
Συγγενικές λέξεις
→ δείτε τις λέξεις ηδυλόγος, ηδύς και λέγω
Μεταφράσεις
ηδυλογία
Πηγές
Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License