Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ηδύφωνος | η | ηδύφωνη | το | ηδύφωνο |
γενική | του | ηδύφωνου | της | ηδύφωνης | του | ηδύφωνου |
αιτιατική | τον | ηδύφωνο | την | ηδύφωνη | το | ηδύφωνο |
κλητική | ηδύφωνε | ηδύφωνη | ηδύφωνο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ηδύφωνοι | οι | ηδύφωνες | τα | ηδύφωνα |
γενική | των | ηδύφωνων | των | ηδύφωνων | των | ηδύφωνων |
αιτιατική | τους | ηδύφωνους | τις | ηδύφωνες | τα | ηδύφωνα |
κλητική | ηδύφωνοι | ηδύφωνες | ηδύφωνα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
ηδύφωνος < ελληνιστική κοινή ἡδύφωνος
Επίθετο
ηδύφωνος
(λόγιο) γλυκύφωνος
Συγγενικές λέξεις
→ δείτε τις λέξεις ηδύς και φωνή
Μεταφράσεις
ηδύφωνος
→ δείτε τη λέξη γλυκύφωνος
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License