Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ηδονιστικός | η | ηδονιστική | το | ηδονιστικό |
γενική | του | ηδονιστικού | της | ηδονιστικής | του | ηδονιστικού |
αιτιατική | τον | ηδονιστικό | την | ηδονιστική | το | ηδονιστικό |
κλητική | ηδονιστικέ | ηδονιστική | ηδονιστικό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ηδονιστικοί | οι | ηδονιστικές | τα | ηδονιστικά |
γενική | των | ηδονιστικών | των | ηδονιστικών | των | ηδονιστικών |
αιτιατική | τους | ηδονιστικούς | τις | ηδονιστικές | τα | ηδονιστικά |
κλητική | ηδονιστικοί | ηδονιστικές | ηδονιστικά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
ηδονιστικός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
ηδονιστικός
που αποβλέπει στις ηδονές
Μεταφράσεις
ηδονιστικός
αγγλικά : hedonistic (en)
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License