Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ηχοβολισμός | οι | ηχοβολισμοί |
γενική | του | ηχοβολισμού | των | ηχοβολισμών |
αιτιατική | τον | ηχοβολισμό | τους | ηχοβολισμούς |
κλητική | ηχοβολισμέ | ηχοβολισμοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
ηχοβολισμός < ηχοβολίζω + -μός
Ουσιαστικό
ηχοβολισμός αρσενικό
(ωκεανογραφία) (υδρογραφία) η χρήση ηχητικών κυμάτων στη μέτρηση του βάθους (των θαλασσών κ.λπ.)
Συνώνυμα
ηχοβολή
Μεταφράσεις
ηχοβολισμός
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License