Νέα ελληνικά (el)
προσχέδιο λήμματος: μπορείτε να βοηθήσετε επεκτείνοντάς το λήμμα
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ηχολαλία | οι | ηχολαλίες |
γενική | της | ηχολαλίας | των | ηχολαλιών |
αιτιατική | την | ηχολαλία | τις | ηχολαλίες |
κλητική | ηχολαλία | ηχολαλίες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
ηχολαλία < ήχος + λαλώ
Ουσιαστικό
ηχολαλία θηλυκό
παθολογική, μηχανική επανάληψη λέξεων ή/και προτάσεων
Μεταφράσεις
ηχολαλία
αγγλικά : echolalia (en)
γαλλικά : écholalie (fr)
γερμανικά : Echolalie (de)
ιταλικά : ecolalia (it)
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License