Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ηχοκινησία | οι | ηχοκινησίες |
γενική | της | ηχοκινησίας | των | ηχοκινησιών |
αιτιατική | την | ηχοκινησία | τις | ηχοκινησίες |
κλητική | ηχοκινησία | ηχοκινησίες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
ηχοκινησία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική echokinesis < αρχαία ελληνική ἠχώ + κίνησις
Ουσιαστικό
ηχοκινησία θηλυκό
(ψυχιατρική) ακούσια μίμηση κινήσεων που κάνουν άλλοι τριγύρω
Συνώνυμα
ηχομιμία
ηχοπραξία
Μεταφράσεις
ηχοκινησία
αγγλικά : echokinesis (en), echopraxia (en), echomimia (en)
ολλανδικά : echokinesie (nl)
τουρκικά : ekopraksi (tr)
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License