Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ηχοκαταστολή | οι | ηχοκαταστολές |
γενική | της | ηχοκαταστολής | των | ηχοκαταστολών |
αιτιατική | την | ηχοκαταστολή | τις | ηχοκαταστολές |
κλητική | ηχοκαταστολή | ηχοκαταστολές | ||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
ηχοκαταστολή < ηχο- + καταστολή
Ουσιαστικό
ηχοκαταστολή θηλυκό
η καταστολή κάθε ήχου
Συνώνυμα
αποθορυβοποίηση
Μεταφράσεις
ηχοκαταστολή
→ δείτε τη λέξη αποθορυβοποίηση
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License