ART

Γεγονότα, Hμερολόγιο

Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία

ηχογραφώ < ηχο- + -γραφώ

Ρήμα

ηχογραφώ (παθητική φωνή: ηχογραφούμαι)

καταγράφω ήχους σε κάποιο μέσο, συνήθως μαγνητικό, ώστε να είναι δυνατόν αυτοί αργότερα να αναπαραχθούν από κατάλληλη συσκευή

Συνώνυμα

μαγνητοφωνώ

Συγγενικές λέξεις

ηχογράφημα
ηχογράφηση
ηχογράφος
υπερηχογράφημα
υπερηχογραφία
υπερηχογράφος
→ δείτε τις λέξεις ήχος και γράφω

Κλίση
Ενεργητική φωνή

Εξακολουθητικοί χρόνοι
πρόσωπα Ενεστώτας Παρατατικός Εξ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική Μετοχή
α' ενικ. ηχογραφώ ηχογραφούσα θα ηχογραφώ να ηχογραφώ ηχογραφώντας
β' ενικ. ηχογραφείς ηχογραφούσες θα ηχογραφείς να ηχογραφείς
γ' ενικ. ηχογραφεί ηχογραφούσε θα ηχογραφεί να ηχογραφεί
α' πληθ. ηχογραφούμε ηχογραφούσαμε θα ηχογραφούμε να ηχογραφούμε
β' πληθ. ηχογραφείτε ηχογραφούσατε θα ηχογραφείτε να ηχογραφείτε ηχογραφείτε
γ' πληθ. ηχογραφούν(ε) ηχογραφούσαν(ε) θα ηχογραφούν(ε) να ηχογραφούν(ε)
Συνοπτικοί χρόνοι
πρόσωπα Αόριστος Συνοπτ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική Απαρέμφατο
α' ενικ. ηχογράφησα θα ηχογραφήσω να ηχογραφήσω ηχογραφήσει
β' ενικ. ηχογράφησες θα ηχογραφήσεις να ηχογραφήσεις ηχογράφησε
γ' ενικ. ηχογράφησε θα ηχογραφήσει να ηχογραφήσει
α' πληθ. ηχογραφήσαμε θα ηχογραφήσουμε να ηχογραφήσουμε
β' πληθ. ηχογραφήσατε θα ηχογραφήσετε να ηχογραφήσετε ηχογραφήστε
γ' πληθ. ηχογράφησαν
ηχογραφήσαν(ε)
θα ηχογραφήσουν(ε) να ηχογραφήσουν(ε)
Συντελεσμένοι χρόνοι
πρόσωπα Παρακείμενος Υπερσυντέλικος Συντελ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική
α' ενικ. έχω ηχογραφήσει είχα ηχογραφήσει θα έχω ηχογραφήσει να έχω ηχογραφήσει
β' ενικ. έχεις ηχογραφήσει είχες ηχογραφήσει θα έχεις ηχογραφήσει να έχεις ηχογραφήσει
γ' ενικ. έχει ηχογραφήσει είχε ηχογραφήσει θα έχει ηχογραφήσει να έχει ηχογραφήσει
α' πληθ. έχουμε ηχογραφήσει είχαμε ηχογραφήσει θα έχουμε ηχογραφήσει να έχουμε ηχογραφήσει
β' πληθ. έχετε ηχογραφήσει είχατε ηχογραφήσει θα έχετε ηχογραφήσει να έχετε ηχογραφήσει
γ' πληθ. έχουν ηχογραφήσει είχαν ηχογραφήσει θα έχουν ηχογραφήσει να έχουν ηχογραφήσει



Παθητική φωνή

Εξακολουθητικοί χρόνοι
πρόσωπα Ενεστώτας Παρατατικός Εξ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική Μετοχή
α' ενικ. ηχογραφούμαι ηχογραφούμουν θα ηχογραφούμαι να ηχογραφούμαι ηχογραφούμενος
β' ενικ. ηχογραφείσαι ηχογραφούσουν θα ηχογραφείσαι να ηχογραφείσαι
γ' ενικ. ηχογραφείται ηχογραφούνταν θα ηχογραφείται να ηχογραφείται
α' πληθ. ηχογραφούμαστε ηχογραφούμασταν
ηχογραφούμαστε
θα ηχογραφούμαστε να ηχογραφούμαστε
β' πληθ. ηχογραφείστε ηχογραφούσασταν
ηχογραφούσαστε
θα ηχογραφείστε να ηχογραφείστε ηχογραφείστε
γ' πληθ. ηχογραφούνται ηχογραφούνταν θα ηχογραφούνται να ηχογραφούνται
Συνοπτικοί χρόνοι
πρόσωπα Αόριστος Συνοπτ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική Απαρέμφατο
α' ενικ. ηχογραφήθηκα θα ηχογραφηθώ να ηχογραφηθώ ηχογραφηθεί
β' ενικ. ηχογραφήθηκες θα ηχογραφηθείς να ηχογραφηθείς ηχογραφήσου
γ' ενικ. ηχογραφήθηκε θα ηχογραφηθεί να ηχογραφηθεί
α' πληθ. ηχογραφηθήκαμε θα ηχογραφηθούμε να ηχογραφηθούμε
β' πληθ. ηχογραφηθήκατε θα ηχογραφηθείτε να ηχογραφηθείτε ηχογραφηθείτε
γ' πληθ. ηχογραφήθηκαν
ηχογραφηθήκαν(ε)
θα ηχογραφηθούν(ε) να ηχογραφηθούν(ε)
Συντελεσμένοι χρόνοι
πρόσωπα Παρακείμενος Υπερσυντέλικος Συντελ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική Μετοχή
α' ενικ. έχω ηχογραφηθεί είχα ηχογραφηθεί θα έχω ηχογραφηθεί να έχω ηχογραφηθεί ηχογραφημένος
β' ενικ. έχεις ηχογραφηθεί είχες ηχογραφηθεί θα έχεις ηχογραφηθεί να έχεις ηχογραφηθεί
γ' ενικ. έχει ηχογραφηθεί είχε ηχογραφηθεί θα έχει ηχογραφηθεί να έχει ηχογραφηθεί
α' πληθ. έχουμε ηχογραφηθεί είχαμε ηχογραφηθεί θα έχουμε ηχογραφηθεί να έχουμε ηχογραφηθεί
β' πληθ. έχετε ηχογραφηθεί είχατε ηχογραφηθεί θα έχετε ηχογραφηθεί να έχετε ηχογραφηθεί
γ' πληθ. έχουν ηχογραφηθεί είχαν ηχογραφηθεί θα έχουν ηχογραφηθεί να έχουν ηχογραφηθεί
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι)
Παρακείμενος είμαι, είσαι, είναι ηχογραφημένος - είμαστε, είστε, είναι ηχογραφημένοι
Υπερσυντέλικος ήμουν, ήσουν, ήταν ηχογραφημένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν ηχογραφημένοι
Συντελ. Μέλλ. θα είμαι, θα είσαι, θα είναι ηχογραφημένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι ηχογραφημένοι
Υποτακτική να είμαι, να είσαι, να είναι ηχογραφημένος - να είμαστε, να είστε, να είναι ηχογραφημένοι

Μεταφράσεις
ηχογραφώ

αγγλικά : audio record (en)
γαλλικά : enregistrer (fr)

Κόσμος

Αλφαβητικός κατάλογος

Hellenica World - Scientific Library

Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License