Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ηχόχρωμα | τα | ηχοχρώματα |
γενική | του | ηχοχρώματος | των | ηχοχρωμάτων |
αιτιατική | το | ηχόχρωμα | τα | ηχοχρώματα |
κλητική | ηχόχρωμα | ηχοχρώματα | ||
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
ηχόχρωμα < ηχο- + χρώμα
Προφορά
ΔΦΑ : /iˈxo.xɾo.ma/
Ουσιαστικό
ηχόχρωμα ουδέτερο
(μουσική) η ιδιαίτερη χροιά ενός ήχου, ανεξάρτητα από το ύψος ή την έντασή του
Μεταφράσεις
ηχόχρωμα
αγγλικά : timbre (en), tone color (en)
γαλλικά : timbre (fr)
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License