Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ηχηρός | η | ηχηρή | το | ηχηρό |
γενική | του | ηχηρού | της | ηχηρής | του | ηχηρού |
αιτιατική | τον | ηχηρό | την | ηχηρή | το | ηχηρό |
κλητική | ηχηρέ | ηχηρή | ηχηρό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ηχηροί | οι | ηχηρές | τα | ηχηρά |
γενική | των | ηχηρών | των | ηχηρών | των | ηχηρών |
αιτιατική | τους | ηχηρούς | τις | ηχηρές | τα | ηχηρά |
κλητική | ηχηροί | ηχηρές | ηχηρά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
ηχηρός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
ηχηρός, -ή, -ό
που συνοδεύεται από δυνατό ήχο
(μεταφορικά) έντονος
(γλωσσολογία) για τα σύμφωνα τα οποία παράγονται με έντονη δόνηση των φωνητικών χορδών
τα σύμφωνα [k], [p], [t], [s] είναι άηχα ενώ τα αντίστοιχά τους [g], [b], [d], [z] είναι ηχηρά
≠ αντώνυμα: άηχος
Μεταφράσεις
ηχηρός
αγγλικά : voiced (en)
γαλλικά : sonore (fr)
γερμανικά : laut (de), schallend (de) (1), stimmhaft (de) (3)
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License