ART

Γεγονότα, Hμερολόγιο

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ηχηροποίηση οι ηχηροποιήσεις
      γενική της ηχηροποίησης* των ηχηροποιήσεων
    αιτιατική την ηχηροποίηση τις ηχηροποιήσεις
     κλητική ηχηροποίηση ηχηροποιήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, ηχηροποιήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ηχηροποίηση < ηχηρ(ός) + -ο- + -ποίη(σις) -ποίηση, γαλλική sonorisation[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /i.çi.ɾoˈpi.i.si/

Ουσιαστικό

ηχηροποίηση θηλυκό

(γλωσσολογία, φωνητική) η τροπή άηχου συμφώνου στο αντίστοιχο ηχηρό

παραδείγματα ηχηροποίησης: του [t] σε [d], του [k] σε [g], του [s] σε [z]

Αντώνυμα

αποηχηροποίηση
αηχοποίηση

Παράγωγες λέξεις

ηχηροποιώ

Συγγενικές λέξεις

ηχηρότητα

Δείτε επίσης

χρήση του όρου «ηχηροποίηση» στο Βικιλεξικό
περιπτώσεις ηχηροποίησης στο Λεξικό 'Τριανταφυλλίδη'[1]

Μεταφράσεις
ηχηροποίηση

αγγλικά : sonorization (en)
γαλλικά : sonorisation (fr)

Αναφορές

ηχηροποίηση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.

Κόσμος

Αλφαβητικός κατάλογος

Hellenica World - Scientific Library

Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License