.
Ο γλωσσάς και ως θηλυκό η γλωσσού ή και γλωσσοκοπάνα.
Δημώδης μεταφορικός όρος (έκφραση) της νεοελληνικής καθομιλουμένης που υπονοεί τον αυθάδη και γενικά κάθε άτομο με ασυγκράτητους και κακόβουλους γλωσσικά τρόπους (ύβρεις). Σε τέτοιες εκφράσεις ο όρος αυτός απαντάται και ως ουδέτερο, γλωσσάδικο, ή γλωσσάρικο (πχ πολύ γλωσσάρικο παιδί).
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org . Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License