γιούσουρι
Ελληνικά
Ετυμολογία
γιούσουρι < τουρκική yüsrü < αραβική يسر (yusr)
Ουσιαστικό
γιούσουρι ουδέτερο άκλιτο
είδος μαύρου κοραλλιού, με το οποίο κατασκευάζονται κοσμήματα, φυλαχτά, κομπολόγια κ.α.
(σύμφωνα με το ομώνυμο βιβλίο του Ανδρέα Καρκαβίτσα) στην γλώσσα των ναυτικών, αυτό το δέντρο του βυθού, είναι ένα θρυλικό θεριό της θάλασσας
Μεταφράσεις
γιούσουρι
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License