ART

Γεγονότα, Hμερολόγιο



Ελληνικά

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το γιουσουφάκι τα γιουσουφάκια
      γενική
    αιτιατική το γιουσουφάκι τα γιουσουφάκια
     κλητική γιουσουφάκι γιουσουφάκια
Παράρτημα

Ετυμολογία

γιουσουφάκι < → λείπει η ετυμολογία

Προφορά

ΔΦΑ : /ʝu.suˈfa.ci/
συλλαβισμός : γιου‐σου‐φά‐κι

Ουσιαστικό

γιουσουφάκι

(μειωτικό) νεαρό αγόρι και ερωτικός σύντροφος

※ χαίρεται o Αγάς τον απάνω κόσμο· όλα τα ’καμε καλά ο Θεός [...] Κι αν θες να ξεχάσεις τα ντέρτια και τα βάσανα του κόσμου, έχει κάμει το Γιουσουφάκι. [...]
— Τραγούδησέ μου, Γιουσουφάκι, να ’χεις την ευκή μου, τραγούδησε μου [...] γιατί θα πλαντάξω!

(Νίκος Καζαντζάκης, Ο Χριστός ξανασταυρώνεται)

Δείτε επίσης

Γιουσούφ

Μεταφράσεις
γιουσουφάκι

Κόσμος

Αλφαβητικός κατάλογος

Hellenica World - Scientific Library

Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License