ART

Γεγονότα, Hμερολόγιο



γιοματάρι

Ελληνικά

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το γιοματάρι τα γιοματάρια
      γενική του γιοματαριού των γιοματαριών
    αιτιατική το γιοματάρι τα γιοματάρια
     κλητική γιοματάρι γιοματάρια
Παράρτημα

Ετυμολογία

γιοματάρι < μεσαιωνική ελληνική γιοματάρι(ν) < γιομάτο + υποκοριστικό επίθημα -άριον < αρχαία ελληνική γέμω

Ουσιαστικό

γιοματάρι ουδέτερο

κρασί που προέρχεται από βαρέλι που μόλις ανοίχθηκε.
(κατ' επέκταση) το βαρέλι που περιέχει τέτοιο κρασί

Συγγενικές λέξεις

→ δείτε τη λέξη γεμίζω

Μεταφράσεις
γιοματάρι

Κόσμος

Αλφαβητικός κατάλογος

Hellenica World - Scientific Library

Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License