γιόμα
Ελληνικά
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | γιόμα | τα | γιόματα |
γενική | του | γιόματος | των | γιομάτων |
αιτιατική | το | γιόμα | τα | γιόματα |
κλητική | γιόμα | γιόματα | ||
Παράρτημα |
Ετυμολογία
γιόμα < → λείπει η ετυμολογία
Γιόμα = Το μεσημέρι. Από το γέμισμα του ήλιου. Λέξη που χρησιμοποιούν συνήθως οι πελοποννησιοι. Απόγευμα ή απόγιομα. Η ώρες που ακολουθούν μετά το γιόμα, το μεσημέρι.
Ουσιαστικό
γιόμα ουδέτερο
το απόγευμα
Ρηματικός τύπος
γιόμα
β' ενικό προστακτικής του ρήματος γιομίζω
γιόμα το (= γέμισέ το)
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License