γιόκας
Ελληνικά
πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | γιόκας | ||
γενική | του | γιόκα | ||
αιτιατική | τον | γιόκα | ||
κλητική | γιόκα | |||
Παράρτημ |
Ετυμολογία
γιόκας < (υποκοριστικό) γιός
Ουσιαστικό
γιόκας αρσενικό
τρυφερός χαρακτηρισμός για το αρσενικο παιδί (ή ειρωνικά για το κακομαθημένο αγόρι προς τον ένα ή και τους δύο γονείς του)
Μεταφράσεις
γιόκας
γαλλικά : fiston (fr)
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License