γιοφύρι
Ελληνικά
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | γιοφύρι | τα | γιοφύρια |
γενική | του | γιοφυριού | των | γιοφυριών |
αιτιατική | το | γιοφύρι | τα | γιοφύρια |
κλητική | γιοφύρι | γιοφύρια | ||
Παράρτημα |
Ετυμολογία
γιοφύρι < →
Ουσιαστικό
γιοφύρι ουδέτερο και γεφύρι
μορφή του: γέφυρα (κατασκευή για διάβαση ανοιγμάτων της γης κλπ)
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License