ART

Γεγονότα, Hμερολόγιο



γίνομαι

Ελληνικά

Ετυμολογία

γίνομαι < αρχαία ελληνική γίνομαι και γίγνομαι

Ρήμα

γίνομαι

λαβαίνω υπόσταση, ζωή, ύπαρξη
αποκτώ μια ιδιότητα

έγινε κατακόκκινος από την ντροπή του
"Μακάρι να γινόμουνα κι εγώ δασκάλα", της έλεγε. (Σώτη Τριανταφύλλου, Η φυγή)

ετοιμάζομαι, ολοκληρώνομαι

ακόμα να γίνει το φαγητό

(στο γ πρόσωπο) συμβαίνω

αυτά έγιναν χτες στο γήπεδο

(στο γ πρόσωπο ενικού) είναι δυνατόν

γίνεται να συναντηθούμε κατά τις τρεις αντί στις δύο που είχαμε πει;

Εκφράσεις

γίνομαι Τούρκος: εξοργίζομαι, νευριάζω

Μεταφράσεις
γίνομαι

αγγλικά : happen (en), become (en), grow into (en)
γαλλικά : devenir (fr)
γερμανικά : werden (de), entstehen (de), geschehen (de), stattfinden (de)
ιταλικά : succedere (it), accadere (it), diventare (it)
ρουμανικά : deveni (ro)

Αρχαία ελληνικά (grc)
Ρήμα

γίνομαι

ιωνικός τύπος του γίγνομαι

Κόσμος

Αλφαβητικός κατάλογος

Hellenica World - Scientific Library

Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License