γιεσμαν
Ελληνικά
Ετυμολογία
γιεσμαν < yesman
Ουσιαστικό
γιεσμαν αρσενικό ( άκλιτο)
εκείνος που δεν λέει ποτέ όχι σε ό,τι του ζητούνν οι προϊστάμενοί του, οι εργοδότες του ή όσοι είναι πάνω από αυτών σε οιαδήποτε ιεραρχία
Μεταφράσεις
γιεσμαν
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License