ART

Γεγονότα, Hμερολόγιο



γιδοβοσκός

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο γιδοβοσκός οι γιδοβοσκοί
      γενική του γιδοβοσκού των γιδοβοσκών
    αιτιατική τον γιδοβοσκό τους γιδοβοσκούς
     κλητική γιδοβοσκέ γιδοβοσκοί
Παράρτημα

Ετυμολογία

γιδοβοσκός < σύνθετη λέξη, γίδα + βοσκός

Ουσιαστικό

γιδοβοσκός αρσενικό

ο βοσκός που έχει γίδες, κατσίκες

Συνώνυμα

αιγοβοσκός
γιδάρης
κατσικάς

Δείτε επίσης

γίδα

Μεταφράσεις
γιδοβοσκός

αγγλικά : goatherd (en)
γαλλικά : chevrier (fr)
γερμανικά : Ziegenhirt (de)

Κόσμος

Αλφαβητικός κατάλογος

Hellenica World - Scientific Library

Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License