γιακάς
Ελληνικά
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | γιακάς | οι | γιακάδες |
γενική | του | γιακά | των | γιακάδων |
αιτιατική | τον | γιακά | τους | γιακάδες |
κλητική | γιακά | γιακάδες | ||
Παράρτημα |
Ετυμολογία
γιακάς (1) σε πουκάμισο
γιακάς < τουρκική yaka
Ουσιαστικό
γιακάς αρσενικό
το τμήμα του ρούχου που βρίσκεται γύρω από το λαιμό
παλιά οι γιαγιάδες κολλάρανε τους γιακάδες με ζάχαρη για να είναι πιο εμφανίσιμοι
το πέτο (σε ρούχα όπως το σακκάκι, όπου ο γιακάς αποτελείται από το ίδιο κομμάτι υφάσματος με το πέτο)
τον έπιασε από το γιακά
(ναυτικός όρος): η πάνω διπλωμένη πλευρά του ιστίου (πανιού) προς ενίσχυσή του
Εκφράσεις
πιάνω κάποιον από τον γιακά: δείχνω επιθετική διάθεση εναντίον κάποιου
Υποκοριστικά
γιακαδάκι
Σύνθετα
χαρτογιακάς
Συνώνυμα
περιλαίμιο
κολάρο
Μεταφράσεις
γιακάς
αγγλικά : collar (en), lapel (en)
γαλλικά : col (fr)
ισπανικά : cuello (es)
ιταλικά : bavero (it)
ουγγρικά : gallér (hu)
πολωνικά : kołnierz (pl)
πορτογαλικά : coleira (pt)
σουηδικά : krage (sv)
τσεχικά : límec (cs)
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License