ART

Γεγονότα, Hμερολόγιο



γιαγιά


Ελληνικά

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γιαγιά οι γιαγιές
& γιαγιάδες
      γενική της γιαγιάς των γιαγιάδων
    αιτιατική τη γιαγιά τις γιαγιές
& γιαγιάδες
     κλητική γιαγιά γιαγιές
& γιαγιάδες
Παράρτημα

Ετυμολογία

γιαγιά < (ηχομιμητική λέξη) (στην παιδική γλώσσα)

Προφορά

ΔΦΑ : /ʝa.ˈʝa/

Ουσιαστικό

γιαγιά θηλυκό

η μητέρα του ενός από τους γονείς ενός προσώπου
ηλικιωμένη γυναίκα

ρωτήσαμε μια γιαγιά να μας πει το δρόμο για το χωριό

Συγγενικές λέξεις

γιαγιάκα
γιαγιούλα
προγιαγιά

Μεταφράσεις
γιαγιά

αγγλικά : grandmother (en)
αρμενικά : տատ (hy) (tat)
γαλλικά : grand-mère (fr)
παλαιά γαλλικά : taie
γερμανικά : Großmutter (de)
καταλανικά : avia (ca), iaia (ca)
εσπεράντο : avino (eo)
ιαπωνικά : お祖母さん (ja) (おばあさん) (obāsan)
ισπανικά : abuela (es)
ιταλικά : nonna (it)
κορεατικά : 할머니 (ko) (halmeoni)
λατινικά : avia (la)
ολλανδικά : grootmoeder (nl), oma (nl)
ουγγρικά : nagyanya (hu)
ουκρανικά : бабуся (uk) (babusia)
πολωνικά : babka (pl)
πορτογαλικά : avó (pt)
ρωσικά : бабушка (ru) (babouchka)
φινλανδικά : isoäiti (fi)

Κόσμος

Αλφαβητικός κατάλογος

Hellenica World - Scientific Library

Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License