γιάφκα
Ελληνικά
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | γιάφκα | οι | γιάφκες |
γενική | της | γιάφκας | των | γιαφκών |
αιτιατική | τη | γιάφκα | τις | γιάφκες |
κλητική | γιάφκα | γιάφκες | ||
Παράρτημα |
Ετυμολογία
γιάφκα < ρωσική явка (jávka)
Ουσιαστικό
γιάφκα θηλυκό
χώρος στον οποίο συγκεντρώνονται, καταστρώνουν σχέδια και συχνά αποθηκεύουν τον εξοπλισμό τους τα μέλη παράνομης οργάνωσης
δυνάμεις της αστυνομίας βρίσκονται σε εξονυχιστικό έλεγχο για τον εντοπισμό της παράνομης γιάφκας των τρομοκρατών
Συνώνυμα
άντρο
καταγώγιο
καταφύγιο
κρησφύγετο
κρυψώνα
κρυψώνας
λημέρι
λησταρχείο
λυκοφωλιά
σφηκοφωλιά
Μεταφράσεις
γιάφκα
αγγλικά : hideout (en), hiding place (en)
γαλλικά : planque (fr), cache (fr)
γερμανικά : Unterschlupf (de) -->
ισπανικά : guarida (es), madriguera (es)
ιταλικά : covo (it)
πολωνικά : melina (pl), meta (pl)
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License