ART

Γεγονότα, Hμερολόγιο


Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία

γαυριάζω < μεσαιωνική ελληνική γαυριάζω < ελληνιστική κοινή γαυριάω / γαυριῶ

Ρήμα

γαυριάζω

(λαϊκότροπο) καταλαμβάνομαι από σεξουαλική διάθεση ή ορμή

≈ συνώνυμα: βαρβατεύω, βαρβατιάζω, οργώ

υπερηφανεύομαι, κομπάζω

Άλλες μορφές

γαυριώ

Κλίση
 

Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι
πρόσωπα Ενεστώτας Παρατατικός Εξ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική Μετοχή
α' ενικ. γαυριάζω γαύριαζα θα γαυριάζω να γαυριάζω γαυριάζοντας
β' ενικ. γαυριάζεις γαύριαζες θα γαυριάζεις να γαυριάζεις γαύριαζε
γ' ενικ. γαυριάζει γαύριαζε θα γαυριάζει να γαυριάζει
α' πληθ. γαυριάζουμε γαυριάζαμε θα γαυριάζουμε να γαυριάζουμε
β' πληθ. γαυριάζετε γαυριάζατε θα γαυριάζετε να γαυριάζετε γαυριάζετε
γ' πληθ. γαυριάζουν(ε) γαύριαζαν
γαυριάζαν(ε)
θα γαυριάζουν(ε) να γαυριάζουν(ε)
Συνοπτικοί χρόνοι
πρόσωπα Αόριστος Συνοπτ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική Απαρέμφατο
α' ενικ. γαύριασα θα γαυριάσω να γαυριάσω γαυριάσει
β' ενικ. γαύριασες θα γαυριάσεις να γαυριάσεις γαύριασε
γ' ενικ. γαύριασε θα γαυριάσει να γαυριάσει
α' πληθ. γαυριάσαμε θα γαυριάσουμε να γαυριάσουμε
β' πληθ. γαυριάσατε θα γαυριάσετε να γαυριάσετε γαυριάστε
γ' πληθ. γαύριασαν
γαυριάσαν(ε)
θα γαυριάσουν(ε) να γαυριάσουν(ε)
Συντελεσμένοι χρόνοι
πρόσωπα Παρακείμενος Υπερσυντέλικος Συντελ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική
α' ενικ. έχω γαυριάσει είχα γαυριάσει θα έχω γαυριάσει να έχω γαυριάσει
β' ενικ. έχεις γαυριάσει είχες γαυριάσει θα έχεις γαυριάσει να έχεις γαυριάσει
γ' ενικ. έχει γαυριάσει είχε γαυριάσει θα έχει γαυριάσει να έχει γαυριάσει
α' πληθ. έχουμε γαυριάσει είχαμε γαυριάσει θα έχουμε γαυριάσει να έχουμε γαυριάσει
β' πληθ. έχετε γαυριάσει είχατε γαυριάσει θα έχετε γαυριάσει να έχετε γαυριάσει
γ' πληθ. έχουν γαυριάσει είχαν γαυριάσει θα έχουν γαυριάσει να έχουν γαυριάσει


Μεταφράσεις
γαυριάζω

→ δείτε τις λέξεις βαρβατεύω, υπερηφανεύομαι και κομπάζω

Κόσμος

Αλφαβητικός κατάλογος

Hellenica World - Scientific Library

Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License