Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
γαβγίζω < (ηχομιμητική λέξη) γαβ
Ρήμα
γαβγίζω
βγάζω την κραυγή γαβ
ο σκύλος γαβγίζει
(μεταφορικά) φωνάζω αυταρχικά, άγρια και ίσως ακατάληπτα
τι έπαθε πάλι το αφεντικό και γαβγίζει;
Άλλες γραφές
γαυγίζω (παρωχημένη)
Συγγενικά
γάβγισμα
Συνώνυμα
υλάζω
Κλίση
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | γαβγίζω | γάβγιζα | θα γαβγίζω | να γαβγίζω | γαβγίζοντας | |
β' ενικ. | γαβγίζεις | γάβγιζες | θα γαβγίζεις | να γαβγίζεις | γάβγιζε | |
γ' ενικ. | γαβγίζει | γάβγιζε | θα γαβγίζει | να γαβγίζει | ||
α' πληθ. | γαβγίζουμε | γαβγίζαμε | θα γαβγίζουμε | να γαβγίζουμε | ||
β' πληθ. | γαβγίζετε | γαβγίζατε | θα γαβγίζετε | να γαβγίζετε | γαβγίζετε | |
γ' πληθ. | γαβγίζουν(ε) | γάβγιζαν γαβγίζαν(ε) |
θα γαβγίζουν(ε) | να γαβγίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | γάβγισα | θα γαβγίσω | να γαβγίσω | γαβγίσει | ||
β' ενικ. | γάβγισες | θα γαβγίσεις | να γαβγίσεις | γάβγισε | ||
γ' ενικ. | γάβγισε | θα γαβγίσει | να γαβγίσει | |||
α' πληθ. | γαβγίσαμε | θα γαβγίσουμε | να γαβγίσουμε | |||
β' πληθ. | γαβγίσατε | θα γαβγίσετε | να γαβγίσετε | γαβγίστε | ||
γ' πληθ. | γάβγισαν γαβγίσαν(ε) |
θα γαβγίσουν(ε) | να γαβγίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω γαβγίσει | είχα γαβγίσει | θα έχω γαβγίσει | να έχω γαβγίσει | ||
β' ενικ. | έχεις γαβγίσει | είχες γαβγίσει | θα έχεις γαβγίσει | να έχεις γαβγίσει | ||
γ' ενικ. | έχει γαβγίσει | είχε γαβγίσει | θα έχει γαβγίσει | να έχει γαβγίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε γαβγίσει | είχαμε γαβγίσει | θα έχουμε γαβγίσει | να έχουμε γαβγίσει | ||
β' πληθ. | έχετε γαβγίσει | είχατε γαβγίσει | θα έχετε γαβγίσει | να έχετε γαβγίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν γαβγίσει | είχαν γαβγίσει | θα έχουν γαβγίσει | να έχουν γαβγίσει |
Μεταφράσεις
γαβγίζω
αγγλικά : bark (en), yelp (en)
γαλλικά : aboyer (fr)
εσπεράντο : boji (eo)
ιταλικά : abbaiare (it)
ουκρανικά : гавкати (uk)
πολωνικά : szczekać (pl)
ρωσικά : гавкать (ru), лаять (ru)
τουρκικά : havlamak (tr)
φινλανδικά : haukkua (fi)
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License