Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | γαστριμαργία | οι | γαστριμαργίες |
γενική | της | γαστριμαργίας | των | γαστριμαργιών |
αιτιατική | τη | γαστριμαργία | τις | γαστριμαργίες |
κλητική | γαστριμαργία | γαστριμαργίες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
γαστριμαργία < αρχαία ελληνική γαστριμαργία < γαστρίμαργος < γαστήρ + μάργος
Ουσιαστικό
γαστριμαργία θηλυκό
η κατανάλωση μεγαλύτερης ποσότητας φαγητού ή ποτού από όση είναι απαραίτητη για την επιβίωσή μας
Μεταφράσεις
γαστριμαργία
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License