ART

Γεγονότα, Hμερολόγιο


Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το γαρμπίλι τα γαρμπίλια
      γενική του γαρμπιλιού των γαρμπιλιών
    αιτιατική το γαρμπίλι τα γαρμπίλια
     κλητική γαρμπίλι γαρμπίλια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γαρμπίλι < ιταλική garbugli,[1] πληθυντικός αριθμός του garbuglio

Ουσιαστικό

γαρμπίλι ουδέτερο

(περιληπτικό) αδρανές με διάμετρο ίση ή μικρότερη από μισό πόντο, μικρό χαλίκι

Δείτε επίσης

γαρμπίλι
σκυρόδεμα

Μεταφράσεις
γαρμπίλι

αγγλικά : gravel (en)

Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.

Κόσμος

Αλφαβητικός κατάλογος

Hellenica World - Scientific Library

Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License