ART

Γεγονότα, Hμερολόγιο


Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το γαργαλητό τα γαργαλητά
      γενική του γαργαλητού των γαργαλητών
    αιτιατική το γαργαλητό τα γαργαλητά
     κλητική γαργαλητό γαργαλητά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γαργαλητό < γαργαλώ

Ουσιαστικό

γαργαλητό ουδέτερο

η ενέργεια του γαργαλάω αλλά και το αίσθημα που βιώνει εκείνος που τον γαργαλούν (κνησμός, φαγούρα, αντανακλαστική ανάγκη να γελάσει, ερεθισμό ή ερωτική διέγερση)
το συνεχές γαργάλημα

Συνώνυμα

γαργάλεμα
γαργάλημα
γαργάλισμα

Μεταφράσεις
γαργαλητό

γαλλικά : chatouille (fr)

Κόσμος

Αλφαβητικός κατάλογος

Hellenica World - Scientific Library

Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License