Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | γάντι | τα | γάντια |
γενική | του | γαντιού | των | γαντιών |
αιτιατική | το | γάντι | τα | γάντια |
κλητική | γάντι | γάντια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ένα ζευγάρι γάντια.
Γάντια κηπουρικής.
Γάντια πυγμαχίας.
Ετυμολογία
γάντι < (οπτικό δάνειο) γαλλική gant + -ι [1][2]
Προφορά
ΔΦΑ : /ˈɣan.di/
τυπογραφικός συλλαβισμός : γά‐ντι
Ουσιαστικό
γάντι ουδέτερο
(ενδυμασία) κάλυμμα για την προστασία του χεριού, από μαλλί, δέρμα, πλαστικό ή άλλο υλικό που εφαρμόζει τις περισσότερες φορές σε κάθε δάχτυλο, ή σε όλα με χωριστό τον αντιτακτό αντίχειρα
⮡ χειρουργικά γάντια, γάντια του μποξ, γάντια της κουζίας
Εκφράσεις
φέρομαι με το γάντι
μου έρχεται γάντι
ρίχνω το γάντι
Παράγωγα
γαντάκι
γαντάς
γαντώνω
γαντωμένος
Σύνθετα
γαντοποιία
γαντοφορώ
γαντοφορεμένος
Δείτε επίσης
γάντι
Μεταφράσεις
γάντι
αγγλικά : glove (en)
αγγλοσαξονικά : glōf (ang)
γαλλικά : gant (fr)
γερμανικά : Handschuh (de)
ίντο : ganto (io)
ισπανικά : guante (es)
ιταλικά : guanto (it)
νορβηγικά : vante (no), hanske (no)
ολλανδικά : handschoen (nl)
ουγγρικά : kesztyű (hu)
πολωνικά : rękawica (pl)
ρουμανικά : mănuşă (ro)
ρωσικά : перчатка (ru)
σλοβακικά : rokavica (sk)
σουηδικά : vante (sv), handske (sv)
τσεχικά : rukavice (cs)
φινλανδικά : hansikas (fi)
Αναφορές
γάντι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License