Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | γανωτής | οι | γανωτές |
γενική | του | γανωτή | των | γανωτών |
αιτιατική | τον | γανωτή | τους | γανωτές |
κλητική | γανωτή | γανωτές | ||
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
γανωτής < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή γανωτής[1] < γανόω / γανῶ
Προφορά
ΔΦΑ : /ɣa.noˈtis/
τυπογραφικός συλλαβισμός : γα‐νω‐τής
Ουσιαστικό
γανωτής αρσενικό
(επάγγελμα) ο τεχνίτης που γανώνει χάλκινα μαγειρικά σκεύη
Ταυτόσημο
γανωματής
γανωτζής
Συνώνυμα
καλαϊτζής
κασσιτερωτής
επικασσιτερωτής
Μεταφράσεις
γανωτής
αγγλικά : tinker (en)
γαλλικά : étameur (fr), rétameur (fr)
τουρκικά : kalaycı (tr)
Αναφορές
γανωτής - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License