Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | γαμήλιος | η | γαμήλια & γαμήλιος |
το | γαμήλιο |
γενική | του | γαμήλιου & γαμηλίου |
της | γαμήλιας & γαμηλίου |
του | γαμήλιου & γαμηλίου |
αιτιατική | τον | γαμήλιο | τη | γαμήλια & γαμήλιο |
το | γαμήλιο |
κλητική | γαμήλιε | γαμήλια & γαμήλιε |
γαμήλιο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | γαμήλιοι | οι | γαμήλιες & γαμήλιοι |
τα | γαμήλια |
γενική | των | γαμήλιων & γαμηλίων |
των | γαμήλιων & γαμηλίων |
των | γαμήλιων & γαμηλίων |
αιτιατική | τους | γαμήλιους & γαμηλίους |
τις | γαμήλιες & γαμηλίους |
τα | γαμήλια |
κλητική | γαμήλιοι | γαμήλιες & γαμήλιοι |
γαμήλια | |||
Οι δεύτεροι τύποι, λόγιοι, από την αρχαία κλίση. | ||||||
Κατηγορία όπως «ευκλείδειος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
γαμήλιος < αρχαία ελληνική < γάμος
Επίθετο
γαμήλιος
που αναφέρεται στη σύναψη του γάμου και την τελετή
γαμήλιο δώρο, γαμήλια τελετή, γαμήλια δεξίωση, γαμήλιο ταξίδι, γαμήλιο εμβατήριο
Μεταφράσεις
γαμήλιος
αγγλικά : wedding (en), marriage (en)
γαλλικά : γαμήλιο δώρο : cadeau (fr) de mariage (fr), γαμήλια τελετή : cérémonie (fr) de mariage (fr), γαμήλια δεξίωση : réception (fr) de mariage (fr), γαμήλιο ταξίδι : voyage (fr) de noces (fr), γαμήλιο εμβατήριο : marche (fr) nuptiale (fr)
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License