Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | γαλόνι | τα | γαλόνια |
γενική | του | γαλονιού | των | γαλονιών |
αιτιατική | το | γαλόνι | τα | γαλόνια |
κλητική | γαλόνι | γαλόνια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
γαλόνι < (άμεσο δάνειο) ιταλική gallon(e) + -ι < γαλλική gallon < αγγλική gallon[1]
Προφορά
ΔΦΑ : /ɣaˈlo.ni/
τυπογραφικός συλλαβισμός : γα‐λό‐νι
Ουσιαστικό
γαλόνι ουδέτερο
αγγλοσαξωνική μονάδα όγκου, ίσο με 4,405 λίτρα (ξηρό γαλόνι στις ΗΠΑ) ή 3,785 λίτρα (υγρό γαλόνι στις ΗΠΑ) ή 4,454 λίτρα (αυτοκρατορικό γαλόνι στο Ηνωμένο Βασίλειο)
διακριτικό που φέρουν οι αξιωματικοί και δηλώνει το βαθμό τους
⮡ του ξήλωσαν τα γαλόνια (τον καθαίρεσαν)
Συγγενικά
γαλονάτος
Μεταφράσεις
μονάδα όγκου ίση με περίπου 4 λίτρα
αγγλικά : gallon (en)
γαλλικά : gallon (fr)
πολωνικά : galon (pl)
διακριτικό βαθμού
αγγλικά : stripe (en), insignia (en), ενικός/ παλαιό: insigne (en)
γαλλικά : galon (fr)
Αναφορές
γαλόνι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License